αλεκιθικός

αλεκιθικός
-ή, -ό
1. λέγεται για τα ωάρια που δεν περιέχουν ή περιέχουν ελάχιστη ποσότητα λεκίθου*
2. αυτός που δεν περιέχει πολλές θρεπτικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λεκιθικός*
πρβλ. αγγλ. alecithal ή alecithic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”